κρασοκατάνυξη

κρασοκατάνυξη
η
1., ιδιόρρυθμη ψυχική κατάσταση που προέρχεται από υπερβολική κατανάλωση κρασιού
2. μεγάλη οινοποσία, μεθοκόπι, που γίνεται, κατά κάποιο τρόπο, με θρησκευτική κατάνυξη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κρασοκατάνυξη — η μεγάλη οινοποσία που κάνει τον άνθρωπο ευσυγκίνητο, οινοποσία που γίνεται με θρησκευτική κατάνυξη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ευποσία — εὐποσία, ή (ΑΜ) μσν. κρασοκατάνυξη αρχ. 1. ευκαρπία, αφθονία 2. (ως προσωποποίηση) η θεά Εὐβοσία ή Εὐποσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ποσία (< πότης), πρβλ. οινο ποσία] …   Dictionary of Greek

  • κραιπάλη — η (AM κραιπάλη) υπερβολική μέθη («μήποτε βαρηθῶσιν ὑμῶν αἱ καρδίαι ἐν κραιπάλη καὶ μέθη καὶ μερίμναις βιοτικαῑς», ΚΔ) νεοελλ. 1. ακόλαστη ζωή 2. αλόγιστη σπατάλη αρχ. 1. κρασοκατάνυξη 2. πονοκέφαλος που οφείλεται σε υπερβολική οινοποσία («ὁκόσοι… …   Dictionary of Greek

  • κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… …   Dictionary of Greek

  • σπονδή — Τελετή των αρχαίων Ελλήνων στην οποία έχυναν από ένα ποτήρι κρασί πάνω στη φωτιά όπου προσφερόταν η θυσία, ή στη θάλασσα, ανάλογα με το αν η τελετή γινόταν σε πλοίο ή στην ξηρά, προς τιμή των θεών, και ψάλλοντας ταυτόχρονα κάποια ωδή. Ανάλογα με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”